- Θετταλῶν
- Θεσσαλόςshoemasc gen pl (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Θεσσαλία — I Ιστορική γεωγραφική περιοχή και περιφέρεια (13.903 τ. χλμ., 753.888 κάτ.) της ηπειρωτικής Ελλάδας. Στα Α συνορεύει με τη δυτική Μακεδονία, στα Δ με την Ήπειρο, στα Ν με τη Στερεά Ελλάδα, και στα Α βρέχεται από το Αιγαίο πέλαγος. Η Θ. διαιρείται … Dictionary of Greek
Союзы — Греция. Вне пределов родного города древние греки не пользовались никакими правами и не могли рассчитывать на покровительство должностных лиц чужого государства. Такая беззащитность, если и несколько смягчалась тем, что все чужестранцы находились … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Ω, ω — Το εικοστό τέταρτο και τελευταίο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Όπως και τα φ, χ, ψ, δεν προέρχεται από τροποποίηση σημιτικού γράμματος, αλλά είναι ελληνική επινόηση για την παράσταση του μακρού ανοιχτού ο (ο). Στα παλαιότερα ελληνικά αλφάβητα… … Dictionary of Greek
πενεστικός — ή, όν, Α [πενέστης] 1. αυτός που έχει την ιδιότητα τού πενέστη 2. φρ. «τὸ Θετταλῶν πενεστικὸν ἔθνος» η τάξη τών πενεστών στη Θεσσαλία … Dictionary of Greek
συνεκμαχώ — έω, Α εξορμώ προς την μάχη μαζί με άλλους («πολλοὺς ἄνδρας Θετταλῶν ἀπώλεσαν... ξυνεκμαχοῡντες», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκ + μαχῶ (< μάχος < μάχομαι), πρβλ. συμ μαχῶ] … Dictionary of Greek
τετραδαρχούμαι — έομαι, Α διοικούμαι κατά τετραρχίες («ἐπιστώσατο αὐτὸ ἐκ τῶν Θετταλῶν τετραδαρχουμένων»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τετράς άδος + αρχῶ (< άρχης*)] … Dictionary of Greek